Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φαβιανός η φαβιανή το φαβιανό
      γενική του φαβιανού της φαβιανής του φαβιανού
    αιτιατική τον φαβιανό τη φαβιανή το φαβιανό
     κλητική φαβιανέ φαβιανή φαβιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φαβιανοί οι φαβιανές τα φαβιανά
      γενική των φαβιανών των φαβιανών των φαβιανών
    αιτιατική τους φαβιανούς τις φαβιανές τα φαβιανά
     κλητική φαβιανοί φαβιανές φαβιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαβιανός < φαβιανισμός

  Επίθετο επεξεργασία

φαβιανός

Συγγενικά επεξεργασία



  Μεταφράσεις επεξεργασία