Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φίνα < από τον πληθ. του ουδετέρου του επιθέτου φίνος

  Επίρρημα επεξεργασία

φίνα

  1. τέλεια, πολύ καλά, θαυμάσια
    Περάσαμε φίνα
  2. με ραφινάτο τρόπο, λεπτό, διακριτικό
    Αφού μας εσκοτώναν με το ζόρι/στα μακελειά τους, χρόνια, οι μπαζαδόροι./Κι αφού μας εσκοτώνανε πιο φίνα,/στα χρόνια της ειρήνης με την πείνα. (βάρναλης, "Η ώρα φτάνει")

  Μεταφράσεις επεξεργασία