Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φίμωμα τα φιμώματα
      γενική του φιμώματος των φιμωμάτων
    αιτιατική το φίμωμα τα φιμώματα
     κλητική φίμωμα φιμώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φίμωμα < φιμώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φίμωμα ουδέτερο

  1. το να κλείνει κάποιος το στόμα άλλου για να τον σωπάσει είτε κυριολεκτικά είτε για να ελέγξει τα όσα θα πει, δηλαδή για να τον λογοκρίνει
  2. η τοποθέτηση φιμώτρου σε ζώο για να μη δαγκάσει ή επειδή έτσι επιβάλλει προληπτικά ο νόμος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία