φέστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φέστα | οι | φέστες |
γενική | της | φέστας | των | φεστών |
αιτιατική | τη | φέστα | τις | φέστες |
κλητική | φέστα | φέστες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φέστα < από την ιταλική festa
Ουσιαστικό επεξεργασία
φέστα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φέστα
|