φάγρος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | φάγρος | οἱ | φάγροι |
γενική | τοῦ | φάγρου | τῶν | φάγρων |
δοτική | τῷ | φάγρῳ | τοῖς | φάγροις |
αιτιατική | τὸν | φάγρον | τοὺς | φάγρους |
κλητική ὦ! | φάγρε | φάγροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φάγρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φάγροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φάγρος < αβέβαιης ετυμολογίας, πιθανόν προελληνικής προέλευσης, ή σχέση με την αρχαία ελληνική λέξη φοξός (αυτός που είχε μυτερό άκρο, το ακόνι) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφάγρος αρσενικό
- (ιχθυολογία) το ψάρι Pagrus vulgaris φαγγρί που έχει ρύγχος που μοιάζει με ακόνι (και σήμερα ονομάζεται ακόνι, π.χ. στην Κρήτη)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φάγρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.