υφαλοχρωματιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υφαλοχρωματιστής < ύφαλ(α) + -ο- + χρωματιστής • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
υφαλοχρωματιστής αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
υφαλοχρωματιστής
|