Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποκαταστάτρια οι υποκαταστάτριες
      γενική της υποκαταστάτριας των υποκαταστατριών
    αιτιατική την υποκαταστάτρια τις υποκαταστάτριες
     κλητική υποκαταστάτρια υποκαταστάτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποκαταστάτρια < υποκαταστάτης < υποκαθιστώ , ὑποκαθίστημι) < υπο- + καθιστώ + -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποκαταστάτρια θηλυκό

  • δημοτική ελληνική: θηλυκό του υποκαταστάτης
    ※  η σημερινή τεχνική εταιρία υπέδειξε άλλη ως υποκαταστάτρια που θα αναλάβει να ολοκληρώσει την εν λόγω εργολαβία agriniopress.gr