υποδιάγνωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποδιάγνωση | οι | υποδιαγνώσεις |
γενική | της | υποδιάγνωσης* | των | υποδιαγνώσεων |
αιτιατική | την | υποδιάγνωση | τις | υποδιαγνώσεις |
κλητική | υποδιάγνωση | υποδιαγνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδιαγνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υποδιάγνωση < υπο- + διάγνωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική underdiagnosis)
Ουσιαστικό επεξεργασία
υποδιάγνωση θηλυκό
- (ιατρική) (νεολογισμός) η διάγνωση μόνο ενός τμήματος από το σύνολο των ανθρώπων που πάσχουν από κάποια ασθένεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
υποδιάγνωση