υπηρετριάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υπηρετριάκι | τα | υπηρετριάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | υπηρετριάκι | τα | υπηρετριάκια |
κλητική | υπηρετριάκι | υπηρετριάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- υπηρετριάκι < υπηρέτρια + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπηρετριάκι ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπηρετριάκι
|