υπερχοληστερολαιμία
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- υπερχοληστερολαιμία < υπερ- + χοληστερόλη + -αιμία
Ουσιαστικό Επεξεργασία
υπερχοληστερολαιμία θηλυκό
- η παρουσία ψηλού επιπέδου χοληστερόλης στο αίμα
Δείτε επίσης Επεξεργασία
Μεταφράσεις Επεξεργασία
υπερχοληστερολαιμία