Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερμεταδοτικός η υπερμεταδοτική το υπερμεταδοτικό
      γενική του υπερμεταδοτικού της υπερμεταδοτικής του υπερμεταδοτικού
    αιτιατική τον υπερμεταδοτικό την υπερμεταδοτική το υπερμεταδοτικό
     κλητική υπερμεταδοτικέ υπερμεταδοτική υπερμεταδοτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερμεταδοτικοί οι υπερμεταδοτικές τα υπερμεταδοτικά
      γενική των υπερμεταδοτικών των υπερμεταδοτικών των υπερμεταδοτικών
    αιτιατική τους υπερμεταδοτικούς τις υπερμεταδοτικές τα υπερμεταδοτικά
     κλητική υπερμεταδοτικοί υπερμεταδοτικές υπερμεταδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερμεταδοτικός < υπερμετάδο(ση) + -τικός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.peɾ.me.ta.ðo.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐περ‐με‐τα‐δο‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

υπερμεταδοτικός

  • που έχει σχέση με την υπερμετάδοση ή αναφέρεται σ’ αυτή
    ※  Ο ρυθμός ανάπτυξης έχει επιβραδύνει εν μέσω του πιο πρόσφατου κύματος της πανδημίας που τροφοδοτείται από την υπερμεταδοτική μετάλλαξη όμικρον.
    Ήπια ανοδικά οι ευρωαγορές, capital.gr, 29 Δεκεμβρίου 2021

  Μεταφράσεις επεξεργασία