υπερκοινωνικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υπερκοινωνικότητα | οι | υπερκοινωνικότητες |
γενική | της | υπερκοινωνικότητας | των | υπερκοινωνικοτήτων |
αιτιατική | την | υπερκοινωνικότητα | τις | υπερκοινωνικότητες |
κλητική | υπερκοινωνικότητα | υπερκοινωνικότητες | ||
Συνήωθς στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερκοινωνικότητα < υπερ- + κοινωνικότητα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hypersociability
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερκοινωνικότητα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η άκριτη, υπερβολική κοινωνικότητα· η εγκαρδιότητα με εντελώς αγνώστους
- (εγκεφαλική παθολογία, ψυχολογία) η παθολογικά υπερβολική κοινωνικότητα
Πηγές επεξεργασία
- ※ Δυσλειτουργία η υπερκοινωνικότητα 2005.07.30. εφημερίδα Καθημερινή πρόσβαση:2019.05.08.
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερκοινωνικότητα
|