Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερκοινωνικότητα οι υπερκοινωνικότητες
      γενική της υπερκοινωνικότητας των υπερκοινωνικοτήτων
    αιτιατική την υπερκοινωνικότητα τις υπερκοινωνικότητες
     κλητική υπερκοινωνικότητα υπερκοινωνικότητες
Συνήωθς στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερκοινωνικότητα < υπερ- + κοινωνικότητα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική hypersociability

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερκοινωνικότητα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία