υπερκείμενο υγρό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερκείμενο υγρό < → δείτε τις λέξεις υπερκείμενος και υγρό
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
υπερκείμενο υγρό ουδέτερο
- (χημεία) υγρό που υπέρκειται άλλου υγρού ή σώματος, στον ίδιο χώρο, λόγω διαφοράς ειδικού βάρους
- (χημεία) το διαυγές υγρό που υπέρκειται του ιζήματος μετά από φυγοκέντρωση
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπερκείμενο υγρό
|