Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερκείμενο υγρό < → δείτε τις λέξεις υπερκείμενος και υγρό

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

υπερκείμενο υγρό ουδέτερο

  1. (χημεία) υγρό που υπέρκειται άλλου υγρού ή σώματος, στον ίδιο χώρο, λόγω διαφοράς ειδικού βάρους
  2. (χημεία) το διαυγές υγρό που υπέρκειται του ιζήματος μετά από φυγοκέντρωση

  Μεταφράσεις επεξεργασία