Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερκαλλιέργεια οι υπερκαλλιέργειες
      γενική της υπερκαλλιέργειας των υπερκαλλιεργειών
    αιτιατική την υπερκαλλιέργεια τις υπερκαλλιέργειες
     κλητική υπερκαλλιέργεια υπερκαλλιέργειες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερκαλλιέργεια < υπερ- + -καλλιέργεια• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερκαλλιέργεια θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία