υπερκαινοφανής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | υπερκαινοφανής | η | υπερκαινοφανής | το | υπερκαινοφανές |
γενική | του | υπερκαινοφανούς* | της | υπερκαινοφανούς | του | υπερκαινοφανούς |
αιτιατική | τον | υπερκαινοφανή | την | υπερκαινοφανή | το | υπερκαινοφανές |
κλητική | υπερκαινοφανή(ς) | υπερκαινοφανής | υπερκαινοφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | υπερκαινοφανείς | οι | υπερκαινοφανείς | τα | υπερκαινοφανή |
γενική | των | υπερκαινοφανών | των | υπερκαινοφανών | των | υπερκαινοφανών |
αιτιατική | τους | υπερκαινοφανείς | τις | υπερκαινοφανείς | τα | υπερκαινοφανή |
κλητική | υπερκαινοφανείς | υπερκαινοφανείς | υπερκαινοφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερκαινοφανής < υπερ- + καινοφανής, (απόδοση) αγγλική supernova [1] → δείτε και τη λέξη σουπερνόβα
Επίθετο επεξεργασία
υπερκαινοφανής, -ής, -ές
- (αστρονομία, για αστέρα) που είναι σουπερνόβα
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
η σουπερνόβα ως επίθετο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)