Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερευφυΐα < υπερ- + ευφυΐα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερευφυΐα θηλυκό

  • (τεχνητή νοημοσύνη) υποθετικός ευφυής πράκτορας του οποίου η νοημοσύνη είναι κατά πολύ ανώτερη από την ανθρώπινη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία