υπατεύω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπατεύω < ελληνιστική κοινή ὑπατεύω < αρχαία ελληνική ὕπατος
Ρήμα επεξεργασία
υπατεύω
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπατεύω | υπάτευα | θα υπατεύω | να υπατεύω | υπατεύοντας | |
β' ενικ. | υπατεύεις | υπάτευες | θα υπατεύεις | να υπατεύεις | υπάτευε | |
γ' ενικ. | υπατεύει | υπάτευε | θα υπατεύει | να υπατεύει | ||
α' πληθ. | υπατεύουμε | υπατεύαμε | θα υπατεύουμε | να υπατεύουμε | ||
β' πληθ. | υπατεύετε | υπατεύατε | θα υπατεύετε | να υπατεύετε | υπατεύετε | |
γ' πληθ. | υπατεύουν(ε) | υπάτευαν υπατεύαν(ε) |
θα υπατεύουν(ε) | να υπατεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπάτευσα | θα υπατεύσω | να υπατεύσω | υπατεύσει | ||
β' ενικ. | υπάτευσες | θα υπατεύσεις | να υπατεύσεις | υπάτευσε | ||
γ' ενικ. | υπάτευσε | θα υπατεύσει | να υπατεύσει | |||
α' πληθ. | υπατεύσαμε | θα υπατεύσουμε | να υπατεύσουμε | |||
β' πληθ. | υπατεύσατε | θα υπατεύσετε | να υπατεύσετε | υπατεύστε | ||
γ' πληθ. | υπάτευσαν υπατεύσαν(ε) |
θα υπατεύσουν(ε) | να υπατεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπατεύσει | είχα υπατεύσει | θα έχω υπατεύσει | να έχω υπατεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπατεύσει | είχες υπατεύσει | θα έχεις υπατεύσει | να έχεις υπατεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπατεύσει | είχε υπατεύσει | θα έχει υπατεύσει | να έχει υπατεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπατεύσει | είχαμε υπατεύσει | θα έχουμε υπατεύσει | να έχουμε υπατεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπατεύσει | είχατε υπατεύσει | θα έχετε υπατεύσει | να έχετε υπατεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπατεύσει | είχαν υπατεύσει | θα έχουν υπατεύσει | να έχουν υπατεύσει |
|