υπασπίστρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπασπίστρια < υπασπισ(τής) + -τρια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.paˈspi.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πα‐σπί‐στρι‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυπασπίστρια θηλυκό
- θηλυκό του υπασπιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπασπίστρια
→ δείτε τη λέξη υπασπιστής |