υπαντώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπαντώ < αρχαία ελληνική ὑπαντάω / ὑπαντῶ < ὑπό + ἀντάω / ἀντῶ < ἀντί < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂énti < *h₂énts < *h₂ent- (μπροστά)
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
υπαντώ
Συγγενικά επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υπαντάω - υπαντώ | υπαντούσα | θα υπαντάω - υπαντώ | να υπαντάω - υπαντώ | υπαντώντας | |
β' ενικ. | υπαντάς | υπαντούσες | θα υπαντάς | να υπαντάς | υπάντα - υπάνταγε | |
γ' ενικ. | υπαντάει - υπαντά | υπαντούσε | θα υπαντάει - υπαντά | να υπαντάει - υπαντά | ||
α' πληθ. | υπαντάμε - υπαντούμε | υπαντούσαμε | θα υπαντάμε - υπαντούμε | να υπαντάμε - υπαντούμε | ||
β' πληθ. | υπαντάτε | υπαντούσατε | θα υπαντάτε | να υπαντάτε | υπαντάτε | |
γ' πληθ. | υπαντάν(ε) - υπαντούν(ε) | υπαντούσαν(ε) | θα υπαντάν(ε) - υπαντούν(ε) | να υπαντάν(ε) - υπαντούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υπάντησα | θα υπαντήσω | να υπαντήσω | υπαντήσει | ||
β' ενικ. | υπάντησες | θα υπαντήσεις | να υπαντήσεις | υπάντα - υπάντησε | ||
γ' ενικ. | υπάντησε | θα υπαντήσει | να υπαντήσει | |||
α' πληθ. | υπαντήσαμε | θα υπαντήσουμε | να υπαντήσουμε | |||
β' πληθ. | υπαντήσατε | θα υπαντήσετε | να υπαντήσετε | υπαντήστε | ||
γ' πληθ. | υπάντησαν υπαντήσαν(ε) |
θα υπαντήσουν(ε) | να υπαντήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υπαντήσει | είχα υπαντήσει | θα έχω υπαντήσει | να έχω υπαντήσει | ||
β' ενικ. | έχεις υπαντήσει | είχες υπαντήσει | θα έχεις υπαντήσει | να έχεις υπαντήσει | ||
γ' ενικ. | έχει υπαντήσει | είχε υπαντήσει | θα έχει υπαντήσει | να έχει υπαντήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε υπαντήσει | είχαμε υπαντήσει | θα έχουμε υπαντήσει | να έχουμε υπαντήσει | ||
β' πληθ. | έχετε υπαντήσει | είχατε υπαντήσει | θα έχετε υπαντήσει | να έχετε υπαντήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν υπαντήσει | είχαν υπαντήσει | θα έχουν υπαντήσει | να έχουν υπαντήσει |
|