υπακτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπακτικός < αρχαία ελληνική ὑπάγω
Επίθετο
επεξεργασίαυπακτικός -ή -ό
- που βοηθάει στην ομαλή λειτουργία και κένωση του εντέρου
- που οδηγεί, αποδίδει ή σχετίζεται με υπαγωγή
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υπακτικός
|