Δείτε επίσης: ὑπέχω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπέχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπέχω (τοποθετώ από κάτω),[1] στη φράση ὑπέχω εὐθύνας.[2] Συγχρονικά αναλύεται σε υπ- + έχω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /iˈpe.xo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πέ‐χω

υπέχω, πρτ.: υπείχα, αόρ.: υπείχα (χωρίς παθητική φωνή) [3]

  • (λόγιο) έχω, λαμβάνω μια θέση, μια ιδιότητα έναντι κάποιου
    1. (+ αιτιατική)
      ⮡  υπέχω μιά υποχρέωση απέναντι σε κάποιον
    2. (+ γενική)
      ⮡  υπέχει στρατιωτικής υποχρέωσης (οφείλει να υπηρετήσει τη θητεία του)
      ⮡  Η κυβέρνηση υπέχει κοινοβουλευτικής ευθύνης.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. υπέχω υπείχα θα υπέχω να υπέχω υπέχοντας
β' ενικ. υπέχεις υπείχες θα υπέχεις να υπέχεις (ύπεχε)
γ' ενικ. υπέχει υπείχε θα υπέχει να υπέχει
α' πληθ. υπέχουμε υπείχαμε θα υπέχουμε να υπέχουμε
β' πληθ. υπέχετε υπείχατε θα υπέχετε να υπέχετε υπέχετε
γ' πληθ. υπέχουν(ε) υπείχαν
υπείχαν(ε)
θα υπέχουν(ε) να υπέχουν(ε)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. υπέχω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. υπέχωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)