υπέρπυκνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπέρπυκνος < υπέρ- + πυκνός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈpeɾ.pi.knos/
Επίθετο επεξεργασία
υπέρπυκνος, -η, -ο
- (φυσική) για πολύ πυκνό πεδίο ή μείγμα
- που έχει μεγάλη ποσότητα από κάτι σε περιορισμένο χώρο και συνήθως είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο
- το δάσος αυτό είναι υπερπυκνό (έχει πολλά δέντρα και το ένα πολύ κοντά στο άλλο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπέρπυκνος