Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπέρπυκνος η υπέρπυκνη το υπέρπυκνο
      γενική του υπέρπυκνου της υπέρπυκνης του υπέρπυκνου
    αιτιατική τον υπέρπυκνο την υπέρπυκνη το υπέρπυκνο
     κλητική υπέρπυκνε υπέρπυκνη υπέρπυκνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπέρπυκνοι οι υπέρπυκνες τα υπέρπυκνα
      γενική των υπέρπυκνων των υπέρπυκνων των υπέρπυκνων
    αιτιατική τους υπέρπυκνους τις υπέρπυκνες τα υπέρπυκνα
     κλητική υπέρπυκνοι υπέρπυκνες υπέρπυκνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπέρπυκνος < υπέρ- + πυκνός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈpeɾ.pi.knos/

  Επίθετο επεξεργασία

υπέρπυκνος, -η, -ο

  1. (φυσική) για πολύ πυκνό πεδίο ή μείγμα
  2. που έχει μεγάλη ποσότητα από κάτι σε περιορισμένο χώρο και συνήθως είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο
    το δάσος αυτό είναι υπερπυκνό (έχει πολλά δέντρα και το ένα πολύ κοντά στο άλλο)

  Μεταφράσεις επεξεργασία