Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπέρθυρος η υπέρθυρη το υπέρθυρο
      γενική του υπέρθυρου της υπέρθυρης του υπέρθυρου
    αιτιατική τον υπέρθυρο την υπέρθυρη το υπέρθυρο
     κλητική υπέρθυρε υπέρθυρη υπέρθυρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπέρθυροι οι υπέρθυρες τα υπέρθυρα
      γενική των υπέρθυρων των υπέρθυρων των υπέρθυρων
    αιτιατική τους υπέρθυρους τις υπέρθυρες τα υπέρθυρα
     κλητική υπέρθυροι υπέρθυρες υπέρθυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπέρθυρος < αρχαία ελληνική ὑπέρθυρος < ὑπέρ + θύρα

  Επίθετο επεξεργασία

υπέρθυρος, -η, -ο

  • που βρίσκεται πάνω από τη θύρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία