υπέρθυρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπέρθυρος < αρχαία ελληνική ὑπέρθυρος < ὑπέρ + θύρα
Επίθετο επεξεργασία
υπέρθυρος, -η, -ο
- που βρίσκεται πάνω από τη θύρα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
υπέρθυρος
|
υπέρθυρος, -η, -ο
|