Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
υμνολογικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
υμνολογικ
ός
η
υμνολογικ
ή
το
υμνολογικ
ό
γενική
του
υμνολογικ
ού
της
υμνολογικ
ής
του
υμνολογικ
ού
αιτιατική
τον
υμνολογικ
ό
την
υμνολογικ
ή
το
υμνολογικ
ό
κλητική
υμνολογικ
έ
υμνολογικ
ή
υμνολογικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
υμνολογικ
οί
οι
υμνολογικ
ές
τα
υμνολογικ
ά
γενική
των
υμνολογικ
ών
των
υμνολογικ
ών
των
υμνολογικ
ών
αιτιατική
τους
υμνολογικ
ούς
τις
υμνολογικ
ές
τα
υμνολογικ
ά
κλητική
υμνολογικ
οί
υμνολογικ
ές
υμνολογικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
υμνολογικός
<
υμνολογία
/
υμνολόγος
+
-ικός
Επίθετο
επεξεργασία
υμνολογικός
σχετικός
με την
υμνολογία
ή τον
υμνολόγο
Συγγενικά
επεξεργασία
υμνολογικά
υμνολογικώς
→
δείτε
τις λέξεις
υμνολογώ
,
ύμνος
και
λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υμνολογικός