υδροχλωρικό οξύ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- υδροχλωρικό οξύ < υδροχλωρικό + οξύ (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική hydrochloric acid)
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
υδροχλωρικό οξύ ουδέτερο
- (χημεία) υδατικό διάλυμα υδροχλωρίου (HCl) και είναι ισχυρό ανόργανο οξύ, διαβρωτικό και επικίνδυνο σε υψηλές συγκεντρώσεις, και χρησιμοποιείται ευρέως στη βιομηχανία, την επιστήμη και την καθημερινή ζωή, π.χ. στην επεξεργασία μετάλλων, την παραγωγή χημικών, και τη ρύθμιση του pH
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
υδροχλωρικό οξύ