υδροκήλη
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υδροκήλη | οι | υδροκήλες |
γενική | της | υδροκήλης | — | |
αιτιατική | την | υδροκήλη | τις | υδροκήλες |
κλητική | υδροκήλη | υδροκήλες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
υδροκήλη θηλυκό
- (ιατρική) συλλογή υγρού μεταξύ του τοιχωματικού και του σπλαγχνικού πετάλου του ιδίως ελυτροειδούς χιτώνα του όρχεως
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
υδροκήλη