Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδατοστρόβιλος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδατοστρόβιλος αρσενικό

  1. στρόβιλος, δίνη νερού
  2. μηχανικός στρόβιλος που κινείται χάρη στην ώθηση του νερού
     συνώνυμα: υδροστρόβιλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία