Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υγιώς < αρχαία ελληνική ὑγιῶς

  Επίρρημα επεξεργασία

υγιώς

  • κατά τρόπο υγιή
    Μια ΚΟΑ που επιτέλους απογειώνεται, αξιοποιεί στο μέγιστο το δυναμικό της και εκπληρώνει υγιώς την αποστολή της -ριζικά διαφορετική αυτής των μετακαλούμενων ξένων ορχηστρών στο Μέγαρο- προσφέροντας ρεπερτόριο. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία