υγιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υγιός | οι | υγιοί |
γενική | του | υγιού | των | υγιών |
αιτιατική | τον | υγιό | τους | υγιούς |
κλητική | υγιέ | υγιοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- υγιός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υγιός αρσενικό
- → δείτε τη λέξη γιος