υαλόλιθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υαλόλιθος | οι | υαλόλιθοι |
γενική | του | υαλόλιθου & υαλολίθου |
των | υαλόλιθων & υαλολίθων |
αιτιατική | τον | υαλόλιθο | τους | υαλόλιθους & υαλολίθους |
κλητική | υαλόλιθε | υαλόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
υαλόλιθος αρσενικό
- (σπάνιο, αρχαιολογία) μάζα φτιαγμένη από γυαλί, όπως ο υαλόπλινθος, αλλά μικρότερου σχετικά όγκου
- ※ Από τον Δ. Μάγγο, κάτοικο Αρχαγγέλου, παραδόθηκαν τα παρακάτω αρχαία: Πήλινος οξυπύθμενος ροδιακός αμφορέας (Π22356) (Πίν. 112α), υαλόλιθος (Δ357) , χάλκινο σταθμίo (MA 1324) (Αρχαιολογικόν Δελτίον: Χρονικά, μέρος Β, 2001, σελ. 351)
- ※ εκτός της άφθονης κεραμικής του 6ου μ. Χ. αιώνα, βρέθηκε χάλκινος μικρός δίσκος, υαλόλιθος και αρκετά ιουστινιάνεια νομίσματα κοπής Θεσσαλονίκης (Αγιά, ευρήματα φωτίζουν το λαμπρό παρελθόν της, Καθημερινή, 22.07.2015, [1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
υαλόλιθος
|