Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
τωθαστής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αρχαία ελληνικά
(grc)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
τωθαστής
<
τωθάζω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
τωθαστής
αρσενικό
το
πειραχτήρι
, αυτός που
σκώπτει
, εμπαίζει, κοροϊδεύει άλλους
Συγγενικά
επεξεργασία
τωθάζω
τώθασμα