τυραννομάχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τυραννομάχος < τύρανν(ος) + -ο- + -μάχος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ti.ɾa.noˈma.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τυ‐ραν‐νο‐μά‐χος
Ουσιαστικό επεξεργασία
τυραννομάχος αρσενικό
- που μάχεται ενάντια στην τυραννία ή τους τυράννους
- ※ Γυρνάν οι νικητές τυραννομάχοι, / καλότυχες που θα τους ξαναβρούν, / φαντάζουνε σαν κάστρα και σα βράχοι, / και μοναχά όσους έφαε μαύρη μάχη / τη χαρά της χαράς δε θα χαρούν.
- Κωστής Παλαμάς, Η πολιτεία και η μοναξιά, Έχτο βιβλίο: Στη χώρα που αρματώθηκε, 22, 1912. @greek-language.gr
- ※ Γυρνάν οι νικητές τυραννομάχοι, / καλότυχες που θα τους ξαναβρούν, / φαντάζουνε σαν κάστρα και σα βράχοι, / και μοναχά όσους έφαε μαύρη μάχη / τη χαρά της χαράς δε θα χαρούν.
Επίθετο επεξεργασία
τυραννομάχος
Μεταφράσεις επεξεργασία
τυραννομάχος
|
Πηγές επεξεργασία
- τυραννομάχος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)