τσιμενταυλάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιμενταυλάκι | τα | τσιμενταυλάκια |
γενική | του | τσιμενταυλακιού | των | τσιμενταυλακιών |
αιτιατική | το | τσιμενταυλάκι | τα | τσιμενταυλάκια |
κλητική | τσιμενταυλάκι | τσιμενταυλάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιμενταυλάκι < τσιμέντ(ο) + αυλάκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιμενταυλάκι ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσιμενταυλάκι
|