τσατμάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τσατμάς | οι | τσατμάδες |
γενική | του | τσατμά | των | τσατμάδων |
αιτιατική | τον | τσατμά | τους | τσατμάδες |
κλητική | τσατμά | τσατμάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τσατμάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική çatma + -ς
Ουσιαστικό
επεξεργασίατσατμάς αρσενικό
- (αρχιτεκτονική, λαϊκότροπο, παρωχημένο) δομική κατασκευή (είδος τοιχοποιίας), στην οποία πρώτα κατασκευάζεται ένας ξύλινος σκελετός και στη συνέχεια τα κενά γεμίζονται με λιθαράκια, κλαδιά, καλάμια κ.ά. και καλύπτονταν με σοβά
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τσατμάς
|