Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσαρσί τα τσαρσιά
      γενική του τσαρσιού των τσαρσιών
    αιτιατική το τσαρσί τα τσαρσιά
     κλητική τσαρσί τσαρσιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσαρσί < τουρκική çarşı < περσική چار سو (chār sū)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσαρσί ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία