Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η τσακονική
      γενική της τσακονικής
    αιτιατική την τσακονική
     κλητική τσακονική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσακονική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου τσακονικός < Τσάκονας / Τσάκωνας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσακονική θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «Η πιθανότερη ερμηνεία (< μεσν. διάκονες) όσο και η τακτική της απλογράφησης που ακολουθούμε, όταν παραδίδονται διαφορετικές γραφές, θα καθιστούσαν καταλληλότερη τη γραφή με -ο-. Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας