ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τρωξαλλίς αἱ τρωξαλλίδες
      γενική τῆς τρωξαλλίδος τῶν τρωξαλλίδων
      δοτική τῇ τρωξαλλίδ ταῖς τρωξαλλίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τρωξαλλίδ τὰς τρωξαλλίδᾰς
     κλητική ! τρωξαλλίς* τρωξαλλίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρωξαλλίδε
γεν-δοτ τοῖν  τρωξαλλίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρωξαλλίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία