τρωξαλλίς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τρωξαλλίς | αἱ | τρωξαλλίδες | ||||
γενική | τῆς | τρωξαλλίδος | τῶν | τρωξαλλίδων | ||||
δοτική | τῇ | τρωξαλλίδῐ | ταῖς | τρωξαλλίσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | τρωξαλλίδᾰ | τὰς | τρωξαλλίδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | τρωξαλλίς* | τρωξαλλίδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τρωξαλλίδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | τρωξαλλίδοιν | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- τρωξαλλίς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίατρωξαλλίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (έντομο) είδος ακρίδας
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3.86, 118a @scaife.perseus.
- οὐκ οἶσθας, ὦ μακάριε, τὴν ἀγοράν, ὅτι | κατεδηδόκασι τὰ λάχαν’ αἱ τρωξαλλίδες.
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 3.86, 118a @scaife.perseus.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- τρωξαλλίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.