Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρυφερολόγημα τα τρυφερολογήματα
      γενική του τρυφερολογήματος των τρυφερολογημάτων
    αιτιατική το τρυφερολόγημα τα τρυφερολογήματα
     κλητική τρυφερολόγημα τρυφερολογήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρυφερολόγημα < τρυφερολογ(ώ) + -ημα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρυφερολόγημα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία