Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τροφαλλαγή οι τροφαλλαγές
      γενική της τροφαλλαγής των τροφαλλαγών
    αιτιατική την τροφαλλαγή τις τροφαλλαγές
     κλητική τροφαλλαγή τροφαλλαγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τροφαλλαγή < τροφή + αλλαγή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τροφαλλαγή θηλυκό

  • (βιολογία), (ζωολογία): η ανταλλαγή αναμασημένης τροφής μεταξύ ενηλίκων και παιδιών, που παρατηρείται ιδιαίτερα σε πτηνά και σε αποικίες εντόμων, που ζουν κοινωνικά.

  Μεταφράσεις επεξεργασία