Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τριχόμπαλα οι τριχόμπαλες
      γενική της τριχόμπαλας των τριχόμπαλων
    αιτιατική την τριχόμπαλα τις τριχόμπαλες
     κλητική τριχόμπαλα τριχόμπαλες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριχόμπαλα < τρίχες + μπάλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριχόμπαλα θηλυκό

  • μπάλα από τρίχες που σχηματίζεται στο στομάχι των ζώων (ή σπανιότερα των ανθρώπων) και αποβάλλεται είτε από το στόμα, είτε με τα κόπρανα.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία