Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρικολόρ < γαλλική les tricolores (οι τρίχρωμοι, από τα τρία χρώματα της γαλλικής σημαίας, μπλε, άσπρο, κόκκινο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρικολόρ αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο