τριγλυκερίδιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τριγλυκερίδιο | τα | τριγλυκερίδια |
γενική | του | τριγλυκερίδιου & τριγλυκεριδίου |
των | τριγλυκερίδιων & τριγλυκεριδίων |
αιτιατική | το | τριγλυκερίδιο | τα | τριγλυκερίδια |
κλητική | τριγλυκερίδιο | τριγλυκερίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριγλυκερίδιο < τρι- + γλυκερίδιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
τριγλυκερίδιο ουδέτερο
- (χημεία) εστέρας γλυκερόλης (γλυκερίνης) με λιπαρά οξέα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τριγλυκερίδιο
|