τριακονταετηρίς
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τριακονταετηρίς | αἱ | τριακονταετηρίδες | ||||
γενική | τῆς | τριακονταετηρίδος | τῶν | τριακονταετηρίδων | ||||
δοτική | τῇ | τριακονταετηρίδῐ | ταῖς | τριακονταετηρίσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | τριακονταετηρίδᾰ | τὰς | τριακονταετηρίδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | τριακονταετηρίς* | τριακονταετηρίδες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τριακονταετηρίδε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | τριακονταετηρίδοιν | ||||||
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος. * Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το -ς | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριακονταετηρίς (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική τριακοντα- + -ετηρίς
Ουσιαστικό επεξεργασία
τριακονταετηρίς, -ίδος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- τριακονταετηρίδα (εννοείται περίοδος ή ἑορτή που γίνεται κάθε τριάντα έτη)
- άλλες μορφές: τριακοντετηρίς
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις τριακοντέτης, τριάκοντα και ἔτος
Πηγές επεξεργασία
- τριακονταετηρίς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.