Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρελλός η τρελλή το τρελλό
      γενική του τρελλού της τρελλής του τρελλού
    αιτιατική τον τρελλό την τρελλή το τρελλό
     κλητική τρελλέ τρελλή τρελλό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρελλοί οι τρελλές τα τρελλά
      γενική των τρελλών των τρελλών των τρελλών
    αιτιατική τους τρελλούς τις τρελλές τα τρελλά
     κλητική τρελλοί τρελλές τρελλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

για την παρωχημένη γραφή με δύο λάμδα → δείτε τη λέξη τρελός

  Επίθετο επεξεργασία

τρελλός, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία