τούρνα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τούρνα | οι | τούρνες |
γενική | της | τούρνας | των | τουρνών |
αιτιατική | την | τούρνα | τις | τούρνες |
κλητική | τούρνα | τούρνες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τούρνα < τουρκική turna < παλαιά τουρκική turna < πρωτοτουρκική *durunja
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τούρνα θηλυκό
- (ιχθυολογία) σαρκοφάγο ψάρι (επιστημονική ονομασία Esox lucius), που ζει σε γλυκά νερά