τουτέστι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τουτέστι < ελληνιστική κοινή τουτέστι < τοῦτʼ ἔστι
Σύνδεσμος
επεξεργασία
τουτέστι
- (λόγιο) δηλαδή, ήτοι
- ※ Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτο τολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε μόνα τὰ ἐλάττώματά της, ἀλλὰ τὰ ἀβγάτιζε· δὲν ἦτο μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στεῖρα, ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾽ ἦτο ἄπαστρη, ἀπασσάλωτη, ξετσίπωτη, κτλ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το χριστόψωμο)
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τουτέστι
|