τουρκοφάγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τουρκοφάγος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουρκοφάγος αρσενικό
- (ιστορία) κατά την Επανάσταση του '21, χαρακτηρισμός για πολεμιστή που σκοτώνει πολλούς Τούρκους
- → δείτε τη λέξη Τουρκοφάγος (για τον Νικηταρά)
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουρκοφάγος
|