τουλουμπατζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τουλουμπατζής αρσενικό
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) άτομα που εκτελούσαν χρέη πυροσβεστών (σε πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας)
- ※ Οι τουλουμπατζήδες ήτανε τα παλικάρια, οι νταήδες του μαχαλά. […] Οπουδήποτε και αν άρχιζε φωτιά, τρέχανε όλοι οι τουλουμπατζήδες. Φορτώνανε στην πλάτη τους μια μικρή τουλούμπα, και με το ρεΐζη, δηλαδή τον αρχηγό τους επικεφαλής, τρέχαν ξιπόλυτοι, με τα βρακιά ανασηκωμένα πάνω απ' το γόνατο (Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1963, σσ. 43-44 στην έκδοση 1990, ISBN 960-05-0138-6)
- (επάγγελμα) αυτός που πουλάει τουλούμπες (το γλυκό)
Μεταφράσεις επεξεργασία
τουλουμπατζής
|