τορπιλισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τορπιλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου τορπιλίζω
Μετοχή επεξεργασία
τορπιλισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη τορπιλίζω
Μεταφράσεις επεξεργασία
τορπιλισμένος
|
τορπιλισμένος, -η, -ο
|