Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζουμπές οι τζουμπέδες
      γενική του τζουμπέ των τζουμπέδων
    αιτιατική τον τζουμπέ τους τζουμπέδες
     κλητική τζουμπέ τζουμπέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τζουμπές < τουρκική cüppe < αραβική جبّة (jubba)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τζουμπές αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία