τζουμπές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τζουμπές αρσενικό
- (κατά την τουρκοκρατία) μακρύ πανωφόρι, με ή χωρίς μανίκια, κυρίως των πρόκριτων (κοτζαμπάσηδων) και των υψηλόβαθμων ιερωμένων
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- τζουμπές στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
τζουμπές
|